- τρωγλόβιος
- -α, -ο, Ναυτός που ζει σε σπηλιές, τρωγλοδύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + -βιος (<βίος), πρβλ. καφενό-βιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπηλαιόβιος — α, ο, Ν 1. (για άνθρωπο) αυτός που κατοικεί μέσα σε σπήλαια, τρωγλοδύτης 2. (για ζώο) αυτός που ζει μέσα σε σπήλαια, τρωγλόβιος 3. φρ. «σπηλαιόβια πανίδα» βιολ. το σύνολο τών ζωικών οργανισμών που ζουν στα σπήλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο + βιος… … Dictionary of Greek
τρωγλοδύτης — ο, ΝΑ 1. (στον πληθ. ως κύριον όν.) οι Τρωγλοδύτες και Τρωγλοδύται ονομασία που έδωσαν αρχαίοι συγγραφείς σε πρωτόγονους λαούς τής Αιθιοπίας, τής εσωτερικής Λιβύης, τού Καυκάσου, τής Σκυθίας κ.ά. οι οποίοι κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε σκαπτές… … Dictionary of Greek